- εκτυλωτικός
- -ή, -όο κατάλληλος για αφαίρεση τύλων (κν. κάλων) («εκτυλωτικά φάρμακα» — φάρμακα τυλοφθόρα, που εξαφανίζουν τους κάλους).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτυλωτικά — ἐκτυλωτικός removing callosities neut nom/voc/acc pl ἐκτυλωτικά̱ , ἐκτυλωτικός removing callosities fem nom/voc/acc dual ἐκτυλωτικά̱ , ἐκτυλωτικός removing callosities fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτυλωτικῶν — ἐκτυλωτικός removing callosities fem gen pl ἐκτυλωτικός removing callosities masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)